ωσμωτικός

ωσμωτικός
η , ό[ν] физ. осмотический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ωσμωτικός" в других словарях:

  • ωσμωτικός — και εσφ. τ. οσμωτικός, ή, ό, Ν [ώσμωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώσμωση («ωσμωτικά φαινόμενα») 2. φρ. α) «ωσμωτική πίεση» (βιολ. φυσ. χημ.) η διαφορά πίεσης που δημιουργείται μεταξύ δύο διαμερισμάτων που περιέχουν διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • οσμωτικός — ή, ό βλ. ωσμωτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»